- ορκιοτόμος
- ὁρκιοτόμος, ιων. τ. ὁρκιητόμος, δωρ. τ. ὁρκιατόμος, -ον (Α)αυτός που ορκίζεται με μεγαλοπρέπεια σε ιεροτελεστία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρκιον / ὅρκια + -τόμος (< τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁρκιοτόμους — ὁρκιοτόμος swearing solemnly at a sacrifice masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
ορκιατόμος — ὁρκιατόμος, ον (Α) (δωρ. τ.) βλ. ορκιοτόμος … Dictionary of Greek
ορκιητόμος — ὁρκιητόμος, ον (Α) ιων. τ. βλ.ορκιοτόμος … Dictionary of Greek
ορκιοτομώ — ὁρκιοτομῶ, ιων. τ. ὁρκιητομῶ, δωρ. τ. ὁρκιατομῶ, έω (Α) [ορκιοτόμος] θυσιάζω με μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek
ορκιοφόρος — ὁρκιοφόρος, ιων.τ. ὁρκιηφόρος, ον (Α) (δ. ανάγν.) ορκιοτόμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρκιον / ὅρκια + φόρος*] … Dictionary of Greek